- αλεγράρω
- [αλέγρος]1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεγράρω — αλεγράρω, αλεγράρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλεγράρω — (λ. ιταλ.), ισα, ισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να ευθυμήσει: Μας είπε μερικά νέα και μας αλεγράρισε. 2. αμτβ., γίνομαι εύθυμος: Ήρθαν χτες τα παιδιά μας κι αλεγράραμε λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλέγρος — α, ο 1. εύθυμος, πρόσχαρος, ζωηρός 2. δραστήριος, ευκίνητος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. λ. allegro «εύθυμος, γρήγορος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλεγράδα, αλεγράρω, αλεγρία, αλεγροσύνη] … Dictionary of Greek
αλεγράρισμα — το [αλεγράρω] μεταβολή προς το ζωηρότερο και ευθυμότερο … Dictionary of Greek